κατασιγάζω

κατασιγάζω
-ασα, -άστηκα, κατασιγασμένος, -η, -ο
1. κάνω κάποιον να σιγήσει, να σιωπήσει, του βουλώνω το στόμα.
2. μτφ., κατευνάζω, καταπαύω, καταπνίγω: Δεν κατασίγασε ο έρωτάς του γι' αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασιγάζω — κατασιγάζω, κατασίγασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατασιγάζω — (AM κατασιγάζω) 1. κάνω κάποιον να σωπάσει, επιβάλλω σιγή («κατασιγάζειν σάλπιγγα», Αιλ.) 2. καταπραΰνω, καταστέλλω (α. «κατασιγάζω τα πάθη» β. «ἐνίοτε φασὶν οἱ ἔμπειροι τὸν ἄρρενα προσιόντα τὴν θήλειαν κατασιγάζειν», Αριστοτ.) αρχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • κατασιγαζόντων — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut gen pl κατασιγάζω put to silence pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγασθέντα — κατασιγάζω put to silence aor part pass neut nom/voc/acc pl κατασιγάζω put to silence aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζει — κατασιγάζω put to silence pres ind mp 2nd sg κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζοντα — κατασιγάζω put to silence pres part act neut nom/voc/acc pl κατασιγάζω put to silence pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζουσι — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγάζουσιν — κατασιγάζω put to silence pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατασιγάζω put to silence pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγαζόμενοι — κατασιγάζω put to silence pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιγαζόμενος — κατασιγάζω put to silence pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”